χοωποίησις

χοωποίησις
χοωποίησις,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοωποίησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. χοοποίησις …   Dictionary of Greek

  • χοοποίησις — και χοωποίησις, ήσεως, ἡ, Α κατεργασία με τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος /χοῦς (ΙΙ) «μίγμα, συγχώνευση» + ποίησις (< ποιῶ*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”