χοωποίησις
Look at other dictionaries:
χοωποίησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. χοοποίησις … Dictionary of Greek
χοοποίησις — και χοωποίησις, ήσεως, ἡ, Α κατεργασία με τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος /χοῦς (ΙΙ) «μίγμα, συγχώνευση» + ποίησις (< ποιῶ*)] … Dictionary of Greek